- πτωχευτικός
- -ή, -ό, Ν [πτωχεύω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώχευση («πτωχευτική διαδικασία»)2. φρ. α. «πτωχευτικός συμβιβασμός» — η άρση τών διαφορών πτωχεύσαντος εμπόρου και τών δανειστών του, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, στα όρια τής πτωχευτικής διαδικασίαςβ) «πτωχευτικό δίκαιο»(νομ.) κλάδος τού εμπορικού δικαίου που ρυθμίζει την πτώχευση, δηλαδή την έννομη κατάσταση τού εμπόρου ή και τού μή εμπόρου ο οποίος, λόγω διαρκούς οικονομικής αδυναμίας, έχει παύσει τις πληρωμές του.
Dictionary of Greek. 2013.